εισπνευστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εισπνευστήρας < εισπνέω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inhaler)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εισπνευστήρας αρσενικό
- συσκευή με την οποία εισπνέουμε, κάνουμε εισπνοές (ενός φαρμάκου)