εικονοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εικονοποιία < εικονοποιώ + -ία (-ποιία)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εικονοποιία θηλυκό
- (λογοτεχνία) η δημιουργία ή το πλάσιμο μιας εικόνας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εικονοποιία
|