ειδησάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειδησάριο < είδηση + υποκοριστικό επίθημα -άριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειδησάριο ουδέτερο
- υποκοριστικό του είδηση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ειδησάριο
|
ειδησάριο ουδέτερο
|