εθνοσυνέλευση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εθνοσυνέλευση | οι | εθνοσυνελεύσεις |
γενική | της | εθνοσυνέλευσης* | των | εθνοσυνελεύσεων |
αιτιατική | την | εθνοσυνέλευση | τις | εθνοσυνελεύσεις |
κλητική | εθνοσυνέλευση | εθνοσυνελεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνοσυνελεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εθνοσυνέλευση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εθνοσυνέλευση θηλυκό
- πολιτικό σώμα που αποτελείται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του έθνους
- η Α' Εθνοσυνέλευση ψήφισε την 1η Ιανουαρίου 1822 στην Επίδαυρο το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος"
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εθνοσυνέλευση