εδαφικότητα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εδαφικότητα < εδαφικ(ός) + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεδαφικότητα θηλυκό
- η αντίληψη του χώρου στον οποίον ζουν κι επικοινωνούν άνθρωποι (ατομικά ή ως κοινωνικό σύνολο), ως έδαφος πάνω στο οποίο έχουν δικαιώματα χρήσης και ιδιοκτησίας και το οποίο υπερασπίζονται έναντι τρίτων (ισχύει και για ζώα)
- ⮡ η αρχή της εδαφικότητας
- ⮡ αντικειμενική, υποκειμενική εδαφικότητα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εδαφικότητα