εγκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκεντρισμός < ελληνιστική κοινή ἐγκεντρισμός < ἐγκεντρίζω < αρχαία ελληνική ἐν + κέντρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγκεντρισμός αρσενικό
- (βοτανική) ο εμβολισμός, το μπόλιασμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκεντρισμός
|