εγκέντριση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκέντριση | οι | εγκεντρίσεις |
γενική | της | εγκέντρισης* | των | εγκεντρίσεων |
αιτιατική | την | εγκέντριση | τις | εγκεντρίσεις |
κλητική | εγκέντριση | εγκεντρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκεντρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκέντριση < ελληνιστική κοινή ἐγκέντρισις < ἐγκεντρίζω < αρχαία ελληνική ἐν + κέντρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκέντριση θηλυκό
- (βοτανική) ο εμβολισμός, το μπόλιασμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκέντριση
|