εγκαινίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκαινίαση | οι | εγκαινιάσεις |
γενική | της | εγκαινίασης* | των | εγκαινιάσεων |
αιτιατική | την | εγκαινίαση | τις | εγκαινιάσεις |
κλητική | εγκαινίαση | εγκαινιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαινιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγκαινίαση < εγκαινιάζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγκαινίαση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκαινίαση
|