Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εβενόξυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εβενόξυλ
ο
τα
εβενόξυλ
α
γενική
του
εβενόξυλ
ου
των
εβενόξυλ
ων
αιτιατική
το
εβενόξυλ
ο
τα
εβενόξυλ
α
κλητική
εβενόξυλ
ο
εβενόξυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εβενόξυλο
<
έβενος
+
-ο-
+
ξύλο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.veˈno.ksi.lo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εβενόξυλο
ουδέτερο
το
ξύλο
του
έβενου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εβενόξυλο