δύσγνοια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δύσγνοιᾰ | αἱ | δύσγνοιαι |
γενική | τῆς | δυσγνοίᾱς | τῶν | δυσγνοιῶν |
δοτική | τῇ | δυσγνοίᾳ | ταῖς | δυσγνοίαις |
αιτιατική | τὴν | δύσγνοιᾰν | τὰς | δυσγνοίᾱς |
κλητική ὦ! | δύσγνοιᾰ | δύσγνοιαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσγνοίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσγνοίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδύσγνοια, -ας θηλυκό
- άγνοια, αμφιβολία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1107 (1106-1108)
- ὠή, τίς ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν, | δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται; | σαφῶς γὰρ οὐδὲν οἶδα τῶν εἰωθότων.
- Ω! ποιός είναι απ᾽ τους φίλους μου κοντά ή μακριά μου | οπού τη σαστιμάρα μου να μου γιατρέψει; | Τίποτε απ᾽ τα γνωστά μου δεν καταλαβαίνω.
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- ὠή, τίς ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν, | δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται; | σαφῶς γὰρ οὐδὲν οἶδα τῶν εἰωθότων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1107 (1106-1108)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δύσγνοια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσγνοια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.