↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δύσγνοι αἱ δύσγνοιαι
      γενική τῆς δυσγνοίᾱς τῶν δυσγνοιῶν
      δοτική τῇ δυσγνοί ταῖς δυσγνοίαις
    αιτιατική τὴν δύσγνοιᾰν τὰς δυσγνοίᾱς
     κλητική ! δύσγνοι δύσγνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσγνοί
γεν-δοτ τοῖν  δυσγνοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσγνοια < δύσ- + -γνοια (γιγνώσκω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δύσγνοια, -ας θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία