δόρπιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δόρπιον | τὰ | δόρπιᾰ |
γενική | τοῦ | δορπίου | τῶν | δορπίων |
δοτική | τῷ | δορπίῳ | τοῖς | δορπίοις |
αιτιατική | τὸ | δόρπιον | τὰ | δόρπιᾰ |
κλητική ὦ! | δόρπιον | δόρπιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δορπίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δορπίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδόρπιον ουδέτερο
- η ώρα του βραδινού δείπνου (Ιπποκράτης, Επιδημίαι, 5, 22)
Συγγενικά
επεξεργασία- δορπήϊον ("φαγητό. γεύμα")
- δορπέω
- δορπηστός
- δορπιάζω
- Δορπία
- ἐπιδόρπιος & συγγενικά
- και → δείτε τις λέξεις δόρπιος και δόρπον
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδόρπιον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δόρπιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δόρπιος
Πηγές
επεξεργασία- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- δόρπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.