↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δόρπιον τὰ δόρπι
      γενική τοῦ δορπίου τῶν δορπίων
      δοτική τῷ δορπί τοῖς δορπίοις
    αιτιατική τὸ δόρπιον τὰ δόρπι
     κλητική ! δόρπιον δόρπι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δορπίω
γεν-δοτ τοῖν  δορπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δόρπιον < δόρπ(ον) + -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόρπιον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δόρπιον

  • Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  • δόρπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.