δωδεκαδακτυλοτομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωδεκαδακτυλοτομία < δωδεκαδάκτυλο + τομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωδεκαδακτυλοτομία θηλυκό
- (ιατρική): χειρουργική διάνοιξη του δωδεκαδακτύλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωδεκαδακτυλοτομία