ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δωδεκάθεον τὰ δωδεκάθε
      γενική τοῦ δωδεκαθέου τῶν δωδεκαθέων
      δοτική τῷ δωδεκαθέ τοῖς δωδεκαθέοις
    αιτιατική τὸ δωδεκάθεον τὰ δωδεκάθε
     κλητική ! δωδεκάθεον δωδεκάθε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δωδεκαθέω
γεν-δοτ τοῖν  δωδεκαθέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

δωδεκάθεον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δωδεκάθεος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δωδεκάθεον ουδέτερο