δωδεκάθεον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δωδεκάθεον | τὰ | δωδεκάθεᾰ | ||||
γενική | τοῦ | δωδεκαθέου | τῶν | δωδεκαθέων | ||||
δοτική | τῷ | δωδεκαθέῳ | τοῖς | δωδεκαθέοις | ||||
αιτιατική | τὸ | δωδεκάθεον | τὰ | δωδεκάθεᾰ | ||||
κλητική ὦ! | δωδεκάθεον | δωδεκάθεᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δωδεκαθέω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δωδεκαθέοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαδωδεκάθεον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δωδεκάθεος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδωδεκάθεον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) (θρησκεία) το δωδεκάθεο
Πηγές
επεξεργασία- δωδεκάθεον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.