δυχατέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυχατέρα < θυγατέρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.xaˈte.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐χα‐τέ‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυχατέρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) μορφή του θυγατέρα
- ※ Σὰ σ' ἀκούω, δυχατέρα!. . . (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα (1903), κεφάλαιο Β)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυχατέρα
→ δείτε τη λέξη κόρη |