Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσλιπιδαιμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δυσλιπιδαιμί
α
οι
δυσλιπιδαιμί
ες
γενική
της
δυσλιπιδαιμί
ας
των
δυσλιπιδαιμι
ών
αιτιατική
τη
δυσλιπιδαιμί
α
τις
δυσλιπιδαιμί
ες
κλητική
δυσλιπιδαιμί
α
δυσλιπιδαιμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσλιπιδαιμία
<
δυσ-
+
λιπίδιο
+
-αιμία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυσλιπιδαιμία
θηλυκό
(
ιατρική
) αυξημένη ή μειωμένη
ποσότητα
λιπιδίων
στο
αίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσλιπιδαιμία