δυσκολάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δυσκολάκι | τα | δυσκολάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δυσκολάκι | τα | δυσκολάκια |
κλητική | δυσκολάκι | δυσκολάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσκολάκι (νεολογισμός) < δύσκολ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσκολάκι ουδέτερο