δυναμογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυναμογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamographe < αρχαία ελληνική δύναμις + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυναμογράφος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυναμογράφος
δυναμογράφος αρσενικό