Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυαδικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δυαδικότητ
α
οι
δυαδικότητ
ες
γενική
της
δυαδικότητ
ας
των
δυαδικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
δυαδικότητ
α
τις
δυαδικότητ
ες
κλητική
δυαδικότητ
α
δυαδικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυαδικότητα
<
δυαδικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυαδικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
δυαδικός
, η
ιδιότητα
του
δυαδικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυαδικότητα
αγγλικά
:
duality
(en)