δρουγγάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρουγγάριος | οι | δρουγγάριοι |
γενική | του | δρουγγάριου & δρουγγαρίου |
των | δρουγγάριων & δρουγγαρίων |
αιτιατική | τον | δρουγγάριο | τους | δρουγγάριους & δρουγγαρίους |
κλητική | δρουγγάριε | δρουγγάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρουγγάριος < μεσαιωνική ελληνική δρουγγάριος < υστερολατινική drungarius < drungus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρουγγάριος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, ιστορία) διοικητής στο στρατό ξηράς ή στο ναυτικό των Βυζαντινών