Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δροσόπαγο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δροσόπαγ
ο
τα
δροσόπαγ
α
γενική
του
δροσόπαγ
ου
των
δροσόπαγ
ων
αιτιατική
το
δροσόπαγ
ο
τα
δροσόπαγ
α
κλητική
δροσόπαγ
ο
δροσόπαγ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δροσόπαγο
<
δροσόπαγος
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δροσόπαγο
ουδέτερο
(ποιητικός τύπος)
άλλη μορφή
του
δροσόπαγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δροσόπαγο
→
δείτε
τη λέξη
δροσόπαγος