καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δραστικότης αἱ δραστικότητες
      γενική τῆς δραστικότητος τῶν δραστικοτήτων
      δοτική τῇ δραστικότητι ταῖς δραστικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν δραστικότητα τὰς δραστικότητας
     κλητική ! δραστικότης δραστικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δραστικότης (μαρτυρείται από το 1761) [1] < δραστικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δραστικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 306, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου