δρακόμυγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δρακόμυγα < δράκ(ος) + -ό- + μύγα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dragonfly
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρακόμυγα θηλυκό
- (σπάνιο, λογοτεχνικό, έντομο) η λιβελούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δρακόμυγα
|