δρίμες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | δρίμες | ||
γενική | των | δριμών | ||
αιτιατική | τις | δρίμες | ||
κλητική | δρίμες | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρίμες < (ελληνιστική κοινή) δρίμαι (ψύχος) < αρχαία ελληνική δριμύς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρίμες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (λαογραφία) οι τρεις πρώτες μέρες των μηνών Μαρτίου, Μαΐου και Αυγούστου (καθώς και άλλες μέρες, σύμφωνα με τις κατά τόπους παραδόσεις), οι οποίες θεωρούνται γρουσούζικες και αποφράδες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δριμύς
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρίμες
|