Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δομίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δομίστρι
α
οι
δομίστρι
ες
γενική
της
δομίστρι
ας
των
δομιστρι
ών
αιτιατική
τη
δομίστρι
α
τις
δομίστρι
ες
κλητική
δομίστρι
α
δομίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία el
επεξεργασία
δομή
/
δομιστής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θηλυκό
του
δομιστής