Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δομιστής οι δομιστές
      γενική του δομιστή των δομιστών
    αιτιατική τον δομιστή τους δομιστές
     κλητική δομιστή δομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δομιστής < δομή + -στής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δομιστής αρσενικό (θηλυκό δομίστρια)

  1. (φιλοσοφία) o στρουκτουραλιστής, o οπαδός του φιλοσοφικού ρεύματος του δομισμού
  2. αυτός που αναλύει κι εξερευνεί τα πάντα βάση της δομής τους
  3. ※  Παρ' όλο που ο Foucault αρνείται ότι είναι δομιστής, η προσέγγισή του, στο βαθμό που αφορά τη « συστηματοποίηση» των ιστορικών διαδικασιών, επιτρέπει τον χαρακτηρισμό της σαν δομικής. (Διαβάζω, τεύχη 220-229, 1989, σελ. 27)

  Μεταφράσεις επεξεργασία