δολερότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δολερότης | αἱ | δολερότητες | ||||
γενική | τῆς | δολερότητος | τῶν | δολεροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δολερότητι | ταῖς | δολερότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δολερότητα | τὰς | δολερότητας | ||||
κλητική ὦ! | δολερότης | δολερότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδολερότης θηλυκό