Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δογματικότητα οι δογματικότητες
      γενική της δογματικότητας των δογματικοτήτων
    αιτιατική τη δογματικότητα τις δογματικότητες
     κλητική δογματικότητα δογματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δογματικότητα < δόγμα < δογματίζω < δογματικός + -ότητα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δογματικότητα θηλυκό

  1. η προσκόλληση/τυφλή πίστη/απόλυτη υποταγή στο δόγμα
  2. οι κανόνες του δόγματος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία