δοβλέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοβλέτι | τα | δοβλέτια |
γενική | του | δοβλετιού | των | δοβλετιών |
αιτιατική | το | δοβλέτι | τα | δοβλέτια |
κλητική | δοβλέτι | δοβλέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοβλέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική devlet < αραβική دولة (dawlat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοβλέτι ουδέτερο και ντοβλέτι
- το κράτος, η κρατική εξουσία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δοβλέτι
|