διχλωρομεθάνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διχλωρομεθάνιο | τα | διχλωρομεθάνια |
γενική | του | διχλωρομεθάνιου & διχλωρομεθανίου |
των | διχλωρομεθάνιων & διχλωρομεθανίων |
αιτιατική | το | διχλωρομεθάνιο | τα | διχλωρομεθάνια |
κλητική | διχλωρομεθάνιο | διχλωρομεθάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχλωρομεθάνιο < (δις) δι- + χλωρο- + μεθάνιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
διχλωρομεθάνιο ουδέτερο
- (χημεία) άχρωμη αέρια οργανική ένωση της ομόλογης σειράς των διαλογονοαλκανίων, με χημικό τύπο CH2Cl2
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διχλωρομεθάνιο
|