καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διπλωματικότης αἱ διπλωματικότητες
      γενική τῆς διπλωματικότητος τῶν διπλωματικοτήτων
      δοτική τῇ διπλωματικότητι ταῖς διπλωματικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν διπλωματικότητα τὰς διπλωματικότητας
     κλητική ! διπλωματικότης διπλωματικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλωματικότης (μαρτυρείται από το 1896) [1] < διπλωματικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διπλωματικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 297, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου