διπλοψήφιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διπλοψήφιση | οι | διπλοψηφίσεις |
γενική | της | διπλοψήφισης* | των | διπλοψηφίσεων |
αιτιατική | τη | διπλοψήφιση | τις | διπλοψηφίσεις |
κλητική | διπλοψήφιση | διπλοψηφίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διπλοψηφίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλοψήφιση < διπλοψηφίζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοψήφιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διπλοψηφίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοψήφιση
|