διπλοχαιρέτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλοχαιρέτισμα < διπλοχαιρετίζω / διπλοχαιρετώ + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλοχαιρέτισμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το αποτέλεσμα του διπλοχαιρετίζω / διπλοχαιρετώ, ο εγκάρδιος χαιρετισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοχαιρέτισμα
|