διπλοπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διπλοπροσωπία < διπλοπρόσωπος + -ία < διπλο- + πρόσωπο + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιπλοπροσωπία θηλυκό
- άλλη μορφή του διπροσωπία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διπλοπροσωπία
|