Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διπλοέλικα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διπλοέλικ
α
οι
διπλοέλικ
ες
γενική
της
διπλοέλικ
ας
των
διπλοελίκ
ων
αιτιατική
τη
διπλοέλικ
α
τις
διπλοέλικ
ες
κλητική
διπλοέλικ
α
διπλοέλικ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία el
επεξεργασία
διπλοέλικα
<
διπλο-
+
έλικα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διπλοέλικα
(el)
θηλυκό
διπλός
έλικας
, διπλή
έλικα
(
γενετική
) το
DNA