δικαιολόγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικαιολόγημα < μεσαιωνική ελληνική δικαιολόγημα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ce.oˈlo.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ο‐λό‐γη‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαιολόγημα ουδέτερο
- (λόγιο) η δικαιολογία
- ※ Ο Ανώνυμος μοιάζει να μη θεωρεί ως «δικαιολόγημα» τις βαθιές αλλαγές που συντελούνταν στην υπόδουλη ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της τεράστιας ανατροπής στις οικονομικές σχέσεις: εμπορική-ναυτιλιακή ανάπτυξη, νέα επαγγέλματα, πλούτος.
- Βασίλης Κρεμμυδάς, Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία: Μια απόπειρα ερμηνείας, Μνήμων, 35 (35), 315-322.
- ※ Ο Ανώνυμος μοιάζει να μη θεωρεί ως «δικαιολόγημα» τις βαθιές αλλαγές που συντελούνταν στην υπόδουλη ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της τεράστιας ανατροπής στις οικονομικές σχέσεις: εμπορική-ναυτιλιακή ανάπτυξη, νέα επαγγέλματα, πλούτος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικαιολόγημα
→ δείτε τη λέξη δικαιολογία |
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- δικαιολόγημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικαιολόγημα < δικαιολογέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δικαιολόγημα ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- δικαιολόγημα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].