διαχειρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαχειρίστρια < διαχειριστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαχειρίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του διαχειριστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαχειρίστρια
διαχειρίστρια θηλυκό