διασταλτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διασταλτικότης | αἱ | διασταλτικότητες | ||||
γενική | τῆς | διασταλτικότητος | τῶν | διασταλτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διασταλτικότητι | ταῖς | διασταλτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διασταλτικότητα | τὰς | διασταλτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | διασταλτικότης | διασταλτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασταλτικότης (μαρτυρείται από το 1871) [1] < διασταλτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασταλτικότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 283, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου