↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διασκόπιο τα διασκόπια
      γενική του διασκοπίου
διασκόπιου
των διασκοπίων
    αιτιατική το διασκόπιο τα διασκόπια
     κλητική διασκόπιο διασκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασκόπιο < διά + -σκόπιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασκόπιο ουδέτερο

  • (φυσική): ηλεκτρική εποπτική συσκευή κυκλικής ή ευθύγραμμης προβολής διαφανειών - σλάιτς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία