διασκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιασκόπιο ουδέτερο
- (φυσική): ηλεκτρική εποπτική συσκευή κυκλικής ή ευθύγραμμης προβολής διαφανειών - σλάιτς
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασκόπιο
|
διασκόπιο ουδέτερο
|