διασκεδαστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασκεδαστήριο < διασκεδάζω + -τήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασκεδαστήριο ουδέτερο
- μέρος όπου κάποιος διασκεδάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασκεδαστήριο
|
διασκεδαστήριο ουδέτερο
|