διαπάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπάλη | ||
γενική | της | διαπάλης | ||
αιτιατική | τη | διαπάλη | ||
κλητική | διαπάλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπάλη < ελληνιστική κοινή διαπᾰ́λη < αρχαία ελληνική διά + πάλη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aˈpa.li/ & /ðʝaˈpa.li/
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπάλη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λόγιο) διαμάχη ή ανταγωνισμός για την επικράτηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπάλη
|