διανθράκωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διανθράκωση | οι | διανθρακώσεις |
γενική | της | διανθράκωσης* | των | διανθρακώσεων |
αιτιατική | τη | διανθράκωση | τις | διανθρακώσεις |
κλητική | διανθράκωση | διανθρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανθρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διανθράκωση θηλυκό
- ο εμπλουτισμός της τύρφης με άνθρακα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανθράκωση
|