διαμερισματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διαμερισματάκι | τα | διαμερισματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διαμερισματάκι | τα | διαμερισματάκια |
κλητική | διαμερισματάκι | διαμερισματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαμερισματάκι < διαμέρισμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμερισματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: διαμέρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διαμέρισμα
διαμερισματάκι
|