διακρίνουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διακρίνουσα < θηλυκό της μετοχής ενεστώτα διακρίνων -ουσα -ον του ρήματος διακρίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακρίνουσα θηλυκό
- (μαθηματικά) ο αριθμός Δ που επιτρέπει τη λύση των εξισώσεων δευτέρου βαθμού
- η διακρίνουσα της δευτεροβάθμιας εξίσωσης του τύπου αx²+ βx + γ = 0 ισούται με β² - 4αγ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διακρίνουσα