↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακρίνουσα οι διακρίνουσες
      γενική της διακρίνουσας των διακρινουσών
    αιτιατική τη διακρίνουσα τις διακρίνουσες
     κλητική διακρίνουσα διακρίνουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακρίνουσα < θηλυκό της μετοχής ενεστώτα διακρίνων -ουσα -ον του ρήματος διακρίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακρίνουσα θηλυκό

  • (μαθηματικά) ο αριθμός Δ που επιτρέπει τη λύση των εξισώσεων δευτέρου βαθμού
η διακρίνουσα της δευτεροβάθμιας εξίσωσης του τύπου αx²+ βx + γ = 0 ισούται με β² - 4αγ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία