διαδέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαδέτης | οι | διαδέτες |
γενική | του | διαδέτη | των | διαδετών |
αιτιατική | τον | διαδέτη | τους | διαδέτες |
κλητική | διαδέτη | διαδέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαδέτης < μεσαιωνική ελληνική διαδέτης < αρχαία ελληνική διαδέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαδέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) σχοινί με το οποίο δένουμε τις άκρες άλλων σχοινιών (για να τα τραβήξουμε, μαζέψουμε κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαδέτης
|