Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαγγελεύς οἱ διαγγελεῖς
      γενική τοῦ διαγγελέως τῶν διαγγελέων
      δοτική τῷ διαγγελεῖ τοῖς διαγγελεῦσι(ν)
    αιτιατική τὸν διαγγελέα τοὺς διαγγελέας
     κλητική ! διαγγελεῦ διαγγελεῖς
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγγελεύς (μαρτυρείται από το 1856) [1] < αρχαία ελληνική διαγγέλλω, διαγγελ- + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαγγελεύς αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 276, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία