καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δηκτικότης αἱ δηκτικότητες
      γενική τῆς δηκτικότητος τῶν δηκτικοτήτων
      δοτική τῇ δηκτικότητι ταῖς δηκτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν δηκτικότητα τὰς δηκτικότητας
     κλητική ! δηκτικότης δηκτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δηκτικότης < (μαρτυρείται από το 1871)[1] αρχαία ελληνική δηκτικ(ός) + -ότης < → δείτε τις λέξεις δήκτης και δάκνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δηκτικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 271, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου