δερματέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δερματέμπορος | οι | δερματέμποροι |
γενική | του | δερματέμπορου & δερματεμπόρου |
των | δερματέμπορων & δερματεμπόρων |
αιτιατική | τον | δερματέμπορο | τους | δερματέμπορους & δερματεμπόρους |
κλητική | δερματέμπορε | δερματέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δερματέμπορος < δερμάτ(ων) + -έμπορος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδερματέμπορος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δερματέμπορος
|