δενδρωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δενδρωνύμιο | τα | δενδρωνύμια |
γενική | του | δενδρωνύμιου & δενδρωνυμίου |
των | δενδρωνύμιων & δενδρωνυμίων |
αιτιατική | το | δενδρωνύμιο | τα | δενδρωνύμια |
κλητική | δενδρωνύμιο | δενδρωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δενδρωνύμιο < δένδρο + -ωνύμιο (< αρχαία ελληνική ὄνυμα / ὄνομα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδενδρωνύμιο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δενδρωνύμιο
|