δελεαστικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δελεαστικότητα < δελεαστικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δελεαστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του δελεαστικού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δελεαστικότητα
|