δεκαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεκαράκι | τα | δεκαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δεκαράκι | τα | δεκαράκια |
κλητική | δεκαράκι | δεκαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδεκαράκι ουδέτερο
- με τόσο λίγο διάβασμα, πάλι καλά που τα κατάφερε και πήρε ένα δεκαράκι στην Ιστορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκαράκι
|